- ἀμπελουργοί
- ἀμπελουργόςvine-dressermasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
виноградьникъ — ВИНОГРАДЬНИК|Ъ (3*), А с. Виноградарь; садовник: смокъвь имѣ нѣкъто насажденоу въ виноградѣ своѥмь. и прииде ища плода на нѥи и не обрѣте. рече же къ виноградьникоу. се третиѥѥ лѣто ||=ѡ(т)нѥлѣ же прихожю ища плода на нѥи. и не обрѣтаю ѡтсѣци ю.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κλαδοσπόριο — (Cladosporium). Γένος ασκομυκήτων, το οποίο περιλαμβάνει περισσότερα από 30 είδη. Σχηματίζουν αποικίες χρώματος σκούρου πράσινου έως μαύρου που οφείλεται στην παραγωγή μίας μαύρης χρωστικής, η οποία προστατεύει το κ. από την υπεριώδη ακτινοβολία … Dictionary of Greek
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek